ΓΙΑ ΜΙΑ ΧΟΥΦΤΑ ΜΠΛΟΚΟΚΑ

Γράφει  ο κ. Κωνσταντίνος Κατωπόδης

Ήταν τέλη Σεπτέμβρη με αρχές Οκτώβρη όταν συνήθως ένα απ’ τα παιδιά του χωριού έδινε το σύνθημα: «Γίνανε τα μπλόκοκα». Άμεσα και χωρίς χρονοτριβή οι υπόλοιποι φροντίζαμε να προμηθευτούμε πλαστικά σακουλάκια (συνήθως άδειες σακούλες από μανέστρα (1) και σπαέτο (2)) και ξεχυνόμασταν κατά μικρές παρέες, η κάθε παρέα στα “λημέρια” της, άλλοι στο Φεγγαράκι, άλλοι στο Κουντρί, άλλοι στο Χαλιά, εκεί που γνώριζε ο καθένας ότι υπήρχαν μπλοκοκιές. Ανεβαίναμε ψηλά κι ακροβατώντας στα κλαριά του δέντρου γεμίζαμε τα σακουλάκια μας με τους γλυκούς μαύρους καρπούς.

Μετά τη “συγκομιδή”, καθόμασταν και μασουλούσαμε με τις ώρες αφαιρώντας τη γλυκιά σάρκα του καρπού και φτύνοντας τα κουκούτσια. Δηλαδή, εδώ που τα λέμε, ήταν τόσο λιγοστό το φαγώσιμο μέρος τους, που περισσότερο φτύναμε παρά τρώγαμε. Τα μπλόκοκα ήταν για κάποιες μέρες, κατά κάποιο τρόπο, το “πασατέμπο” μας.

Θυμάμαι τις περιπτώσεις που γινόμασταν αντιληπτοί από τους ιδιοκτήτες των δέντρων. Συνήθως ακολουθούσαν λόγια συμβουλευτικά όπως: «Μωρέ ξεπατωμένα (3), κατεβείτε κάτω, θα σκοτωθείτε εκεί π’ ανεβήκατε».

Ήταν φορές όμως που ακολουθούσε άγριο κυνηγητό συνοδευόμενο με διάφορα κοσμητικά επίθετα από τους ιδιοκτήτες των δέντρων, στη προσπάθειά τους, στα στερνά τους κι αυτοί, να προστατεύσουν το “βιος τους”. Γέροι αυτοί, νέα παιδιά εμείς, αλτίνια (4), στα πρώτα χρόνια της εφηβεία μας, που να μας πιάσουν! Πηδάγαμε απ’ τις μπλοκοκιές και μετά πάνω από λιθιές και βάτα για να ξεφύγουμε απ’ την οργή του “νοικοκύρη”. Κι όλα αυτά για ένα προϊόν τελείως άχρηστο στους ιδιοκτήτες του, αφού κανείς τους δεν το μάζεψε ποτέ του… Θεός σχωρέστους.

Η μπλοκοκιά (ή μελικοκιά, όπως την έλεγαν οι πρωτευουσιάνοι που παραθέριζαν στο χωριό τα καλοκαίρια), με επιστημονική ονομασία Κέλτις η νότιος (Celtis australis), είναι ένα δέντρο που κάποτε αφθονούσε στην Καρυά. Πολλές μπλοκοκιές υπάρχουν και σήμερα στο χωριό, κάποιες απ’ αυτές δέντρα μεγάλων διαστάσεων πια, που στέκουν εκεί για να δίνουν τα καλοκαίρια τον ίσκιο τους, φέρνοντάς μας παράλληλα στο νου, γλυκόπικρες αναμνήσεις απ’ τα παιδικά μας χρόνια.

(1) μανέστρα (η) = σούπα με ζυμαρικό ή ρύζι – μανέστρα λέγεται και το ίδιο το ζυμαρικό (νιόκος, αστεράκια κ.α.) άβραστο. “Πάρε και ένα κιλό μανέστρα ή μανεστρικό”.

(2) σπαέτο = τα ψιλά ζυμαρικά, η σούπα με ντομάτα και ψιλό μακαρόνι.

(3) ξεπατωμένο = λέγεται σά βρισιά σέ μικρά παιδιά, ἀλλά ὄχι μέ τή φαύλη ἔννοια, σώπα καϋμένο μου (σώπα ξεπατωμένο).

(4) αλτίνι (το) = ο πολύ επιδέξιος, ο σβέλτος, ο τετραπέρατος και κυρίως ο ταχύς στις δουλειές του.

(Οι ορισμοί των λέξεων είναι από το Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – lexikolefkadas.gr)

Advertisement

Μια σκέψη σχετικά μέ το “ΓΙΑ ΜΙΑ ΧΟΥΦΤΑ ΜΠΛΟΚΟΚΑ

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s