Περπατά στο πλακόστρωτο σοκάκι
ξυπνώντας μνήμες και αισθήσεις.
Όλα ίδια και όλα διαφορετικά σαν τότε,που μικρό παιδί μάτωνε τα γόνατα
γλιστρώντας στις πέτρινες πλάκες,
σάν τότε,που έφηβη στο σκοτεινό στενό γεύονταν το πρώτο της φιλί
σάν τότε,που αποχαιρέτησε το χωριό της αφήνοντας πίσω ότι αγάπησε, ότι αγαπά,
ότι νόμιζε πως θά ήταν πάντα εκεί να την προσμένει.
Βόλτα στο χωριό
Μυρωδιές και θύμισες,
ανάσα θερινή.
Ο βασιλικός μυρίζει το ίδιο όμορφα ,και πάντα στα αυτιά της η ίδια φωνή….
_Μην τον πειράζεις! Θα μου τον ματιάσεις και θα μαραθεί…
Χαμογελά και κόβει ένα φυλλαράκι όπως τότε….
Μοσχοβόλησε ο τόπος λες και ο βασιλικός την καλωσορίζει.
Μιά αχτίδα ήλιου την ακολουθεί χτυπώντας το γυάλινο γοβάκι της ρυθμικά.
Πότε κοντοζυγώνει, …νιώθει την ανάσα της ζεστή στον γυμνό της λαιμό…
και πότε απομακρύνεται παρακολουθώντας από απόσταση ασφαλείας.
Μύρισε δυόσμος
Γαρύφαλλα και ρόδα,
αυλής στολίδια.
Την χαιρετούν,την καλοδέχονται ανοιχτά παράθυρα με κουρτίνες κεντητές που χορεύουν
σε κάθε φύσημα,σε κάθε ανάσα του νοτιά.
Ένας πετεινός ξελαρυγγιάζεται αναστατώνοντας την σιέστα τού απομεσήμερου.
Ζαλισμένος από την ζέστη ,αγουροξυπνημένος διαλαλεί την νέα μέρα που νόμισε πως ήρθε κιόλας.
Ξεπουπουλιάστηκαν οι κότες τρέχουν ανάστατες στο αναπάντεχο εγερτήριο.
Αμ, λίγα τα βλέπω τα ψωμιά σου .. ακούγεται θυμωμένη η φωνή τής κυρά Μαριώς..και ένα ποτήρι νερό προσγειώνεται στο κόκκινο λοφίο..
Χνάρια της μνήμης
Σκόρπια σύννεφα σκορπούν,
διάφανα κρίνα.
Πλημμυρισμένη από μνήμες που την πονούν ηδονικά, παίρνει το δρόμο έξω απ’το χωριό.
Σταματά στο πέτρινο πεζούλι,στο αγνάντιο του πατέρα.
Δεν είναι εκεί,μα τον βλέπει με τα μάτια τής ψυχής να την προσκαλεί.
Κάθεται δίπλα του, ακολουθεί το βλέμμα του.
Ήρεμο, γαλήνιο, αγάπης λιμάνι όλη του η παρουσία, την κατακλύζει νοσταλγία.
_Φεύγω τής λέει..
_ Φιλιά στη μάνα.. ψυθιρίζει..
Ένας λυγμός δραπέτης την ακολουθεί……..
Παιδί να ήμουν
Του χρόνου μονοπάτια,
σπαρμένα βόλους.
Κτενά Ρούλα