
Περπατώντας τον κεντρικό δρόμο της Καρυάς τελειώνοντας η πλατεία, είναι αριστερά ο δρόμος που κατηφορίζει στο κάτω χωριό. Περπατώντας αριστερά τριάντα περίπου μέτρα, δεξιά μας ήταν ο καφενές του «Βενκούλη». Το καφενείο ήταν ιδιοκτησία των αδελφών, Χρήστου και Μελτίνου Γλένη, που το παρατσούκλι τους ήταν Βενκούλη, έτσι το καφενείο είχε το ως άνω όνομα.
Το κτήριο είχε την σημερινή μορφή του, με το μεγάλο προαύλιο που εκεί κάθονταν ολημερίς οι πελάτες ,ειδικά το καλοκαίρι, το πρωί είχε ίσκιο γιατί είναι βορινό και το απόγευμα ο μεγάλος πλάτανος έριχνε τη σκιά του.
Στο επάνω όροφο ήταν το σπίτι που κάθονταν οι ιδιοκτήτες, μπροστά είχε και έχει ένα μεγάλο ξύλινο πόντζο. Ο πρώτος στην ηλικία ο Χρήστος, ήταν παντρεμένος με την κυρία Καλή, που ήταν νουνά μου, ο δε Μελτίνος ήταν ανύπαντρος. Ο Μελτίνος που « κρατούσε» το καφενείο ήταν ανάπηρος, του έλειπαν και τα δύο πόδια από τους αστράγαλους και κάτω, είχε δύο μπαστούνια από πουρνάρι που έμοιαζαν με την πατερίτσα του Δεσπότη και στηρίζονταν όταν με κόπο περπατούσε.
Η αίθουσα του καφενείου όπως και ο έξω χώρος ήταν επίπεδος ,στο χώρο που ψήνονταν οι καφέδες και γενικά τα ποτά, μεσολαβούσαν δύο σκαλιά.
Ο Μελτίνος αφού είχε δυσκολία στη μετακίνηση λόγω της αναπηρίας του, κάθονταν εκεί και ετοίμαζε τις παραγγελίες των πελατών.
Όσο για το σερβίρισμα, χρησιμοποιούνταν τα ανίψια της κυρίας Καλής, της γυναίκας του αδελφού του Μελτίνου, που ήταν κόρη του Παναγιώτη του Κακλαμάνη και ανιψιά του Κώστα του Κακλαμάνη -Κγανάρου.
Όλα αυτά τα παιδιά πρώτα του Κγανάρου που ήταν μεγαλύτερα και κατόπιν τα αγγόνια του Παναγιώτη και παιδιά του Χρίστου, βοηθούσαν στο σερβίρισμα.
Δεν είχαν γεννηθεί ακόμα οι εργατοπατέρες που πάσχιζαν για τους εργάτες – αυτοί ήταν άεργοι- για να στείλουν τον επόπτη εργασίας, έτσι τα παιδιά και κάποια τέχνη μαθαίναμε και μέσα στους δρόμους δεν πηλαλάγαμε.
Οι πατεράδες των παιδιών, είχαν υποχρέωση στους τότε «εργοδότες», που τους πλήρωναν και από πάνω για να παίρνουν τα παιδιά τους στα μαγαζιά τους.
Το σερβίρισμα στο καφενείο ήταν ακούραστο, μερικοί από τους πελάτες πίνανε από κάνα καφέ τη βδομάδα, δεν είχαν δοθεί ακόμη οι αγροτικές και οι συντάξεις της εθνικής αντιστάσεως και λεφτά δεν υπήρχαν.
Το μαρτύριο ήταν το κουβάλημα του νερού, που τα παιδιά το έπαιρναν με ένα μεγάλο μαστραπά από τη βρύση που ήταν αρκετά μακριά. Ήταν επόμενο ειδικά το καλοκαίρι, ως που να φέρουν τα παιδιά το νερό από τη βρύση ζεσταινόταν. Μάλιστα το μικρότερο από τα παιδιά του Χρίστου, ο Αποστόλης, ο μετέπειτα πρόεδρος της βουλής που του άρεσε το διάβασμα, καθυστερούσε γιατί ό,τι χαρτί έβρισκε στο δρόμο το έπαιρνε και το διάβαζε και το νερό που έφερνε αν έριχναν μακαρόνια μέσα θα γινόταν καρμπονάρα!
Οι πελάτες δεν τολμούσαν να διαμαρτυρηθούν γιατί ο Μελτίνος σήκωνε τη μαγκούρα, του είχε ιδιαίτερη αδυναμία του Αποστόλη, ο μακαρίτης.
Θα ήθελα να αναφέρω μερικά περιστατικά που μου έκαναν εντύπωση, μικρό παιδί που ήμουν, όταν με πήγαινε ο πατέρας μου στο καφενείο.
Μεταξύ των πελατών που ήταν συνήθως «πληβείοι» ήταν και δύο δάσκαλοι, που -όπως έλεγαν- αν είχε γράδο η παραξενιά που είχαν, θα είχε σπάσει. Ήταν ο δάσκαλος ο Κατωπόδης Κοσταρέλος και ο δάσκαλος ο Δουβίτσας Κυριελέησος ή κουμπούρας. Πήγαιναν στο καφενείο αυτοί οι δάσκαλοι γιατί ο Μελτίνος έφτιαχνε καλό καφέ, αλλά λόγω της αναπηρίας του η μετακίνηση του ήταν δύσκολη και όπως έλεγαν όταν ήθελε να κάνει το ψιλό του, το έκανε σε ένα καρτεζήνι που το είχε πρόχειρο δίπλα του. Οι δάσκαλοι που είχαν «μυριστεί» αυτό το περιστατικό έπαιρναν το φλιτζάνι από το σπίτι τους και κυκλοφορούσαν πάντα με το φλιτζάνι του καφέ στην τσέπη. Θυμάμαι ειδικά το χειμώνα που φορούσαν παλτά, έχωναν το χέρι βαθιά στην τσέπη και με κόπο έψαχναν για να βρουν το φλιτζάνι.
Ένα άλλο που παρακολουθούσα επίμονα, ήταν τρεις θαμώνες που έπαιζαν πρέφα, η παραξενιά τους ήταν μεγαλύτερη από τον Όλυμπο! Ο ένας ήταν ο Σπύρος τσ’ Κόκος ο άλλος ο Σπύρος ο Γορίλας και ο τρίτος ο Σπύρος ο Φώτης, οι τρεις έπαιζαν καθημερινά πρέφα, Αφού ήξεραν και οι ίδιοι το μέγεθος της παραξενιάς τους, έκαναν συμφωνία, όποιος βλαστημήσει στη διάρκεια του παιχνιδιού θα κερνάει τους άλλους δυο λουκούμια, που είχαν το μέγεθος ενός ζαριού του τάβλι. Κάποια μέρα που έπαιζαν, έχανε ο Γορίλας, έβλεπαν οι άλλοι δύο, που κουνιούνταν τα χείλη του, του λέει ο Σπύρος ο Κόκος, «κερατά Γορίλα βλαστμάς μέσα σου» τότε σηκώνεται ο Γορίλας πετάει την τράπουλα και άρχισε…
-Φέρε τους τα λουκούμια Μελτίνο, γιατί κοντεύω να σκάσω!
Πολύ σπάνια έφερναν καμιά εφημερίδα από τη χώρα, τότε περίμεναν το Γιώργο το Σταύρακα το Σταθαρέ, ή το Γιάννη το Κακλαμάνη τον Σταθμάνη, που ήξεραν γράμματα να τη διαβάσει. Στο καφενείο υπήρχε ένα ορθογώνιο από καλάμι μπαμπού, με ένα χερούλι στην άκρη, εκεί τοποθετούσαν την εφημερίδα. Αυτό γίνονταν για να φέρνει ο αναγνώστης την εφημερίδα κοντά στο φως και να μην κινδυνεύει να ανάψει φωτιά από το καρμπούρο, επίσης και κοντά στα μάτια του γιατί δεν υπήρχαν τότε ματογυάλια. Κρατούσε την εφημερίδα και διάβαζε συλλαβιστά και δυνατά , κάθε μια λέξη τη συντρόφευε με κινήματα του χεριού.
Οι ακροατές γύρα από τον αναγνώστη, διέκοπταν και ρωτούσαν όταν δεν καταλάβαιναν κάποια λέξη, ύστερα πάσχιζε ο αναγνώστης για να ξαναφέρει στα σαίστα την ανάγνωση του. Κάποιους τους έπαιρνε ο ύπνος και ροχάλιζαν, άλλοι έξυναν το χώμα από τα παπούτσια τους, κάποιοι προφήτευαν τα γεγονότα και διέκοπταν συνέχεα. Έτσι για να διαβαστεί μια λέξη πάσχιζε ο φουκαράς και σκούπιζε συνέχεια με την άκρη από το μανίκι του τον ιδρώτα από το μέτωπο του.
Ο Μελτίνος τους σκουντούσε συνέχεα με τη μαγκούρα του γιατί μπέρδευαν τον αναγνώστη και έχανε το ρυθμό της ανάγνωσης.
Κάποιοι από δ’ αύτους έξυναν τη μύτη τους με το δίχτυ του χεριού που ήταν σαν ξερό κουτσμπέλι και κοίταζαν τα μπαλώματα από τα βρακιά τους που ήταν πιο πολλά από το ίδιο το βρακί.
Αυτά και άλλα πολλά γίνονταν στα καφενεία του χωριού μου.
«Του Βενκούλη ο καφενές με το μεγάλο πόντζο εκεί μάθαινες παλιά τι γίνονταν στον κόσμο».