ΤΑ ΚΟΥΡΕΊΑ ΣΤΗΝ ΚΑΡΥΑΣ ΠΡΙΝ ΤΟ ΠΟΛΕΜΟ

Το κουρείο του Γιώργου του Κοψιδά, «το παρατσούκλη του ήταν Ανάλατος, και τον έλεγαν Γοβιό»
Το κουρείο του Γοβιού ήταν ποιο πέρα από τη βρύση του χωριού, στο ισόγειο σπίτι του Γιώργου του Κέκιου, εκεί που είναι τώρα το καφενείο του Πιέρου και της Μπρέτας.
Το δεύτερο ήταν το κουρείο του Γιώργου του Τούμπα.
Το κουρείο του Τούμπα ήταν στο κάτω μέρος της πλατείας, στο σπίτι των αδελφών Θερμού Καμπίλαυκου, εκεί είναι τώρα το εστιατόριο την Ελένης Θεράπου- Κοψιδά.
Το τρίτο κουρείο ήταν του Βασίλη του Βλάχου Ζλούμη, που τον λέγαμε Μπίλη.
Το κουρείο του Μπίλη ήταν στο δρόμο, πριν φτάσομε στο ιστορικό ρολόι του χωριού, στο ισόγειο σπίτι του Γιώργου Ζακυνθινού Γωγάκια, τώρα είναι μαγαζί και κατοικήσιμο σπίτι των αδελφών Ζακύνθινού.
Ύστερα από κάμποσα χρόνια έγινε και το κουρείο του Γιώργου του Κατωπόδη του Τσούλου.
Το κουρείο του Γιώργου του Τσούλου ήταν στην είσοδο του χωριού, πριν από τη βρύση, στη στροφή δεξιά που πάει ο δρόμος προς Την Αγία Παρασκευή.
Το κουρείο εκείνο του Γιώργου, είχε ολόγυρα τζαμαρία, ιδιαιτερότητα για την εποχή εκείνη, φαίνονταν από το δρόμο πάντα κρεμασμένη μια κιθάρα.
Δεν είναι τυχαίο που τα παιδιά και τα αγγόνια του Γιώργου, εκτός από το κύριο επάγγελμα τους είναι και εξαίρετοι οργανοπαίχτες.Ιδικά ο δεύτερος γιός του Γιώργου ο Μηνάς, που ήταν γεωπόνος, έπαιζε κιθάρα και κατασκεύαζε και ωραίες κιθάρες.
Όλοι η ως άνω κουρείς ήταν αγρότες.
Πως έμαθαν την τέχνη του κουρέα ήταν ανεξήγητο, μάλλον ήταν αυτοδίδαχτοι, πιθανόν και στο στρατό να έκαναν τη δουλεία του κουρέα, αφού δεν υπήρχαν σχολές τότε.
Τα εργαλεία που είχαν οι κουρείς τότε ήτα ένα ψαλίδι τροχισμένο πολλές φορές, μια «μηχανί του χεριού» και ένα ξυράφι, ένα δερμάτινο λουρί εξήντα περίπου πόντους κρεμασμένο από την κολόνα για να τροχίζουν το ξυράφι.
Οι ως άνω κουρείς κάθε βράδυ που σχολούσαν από τη δουλειά στο χωράφι έρχονταν με φούρια στο χωριό και έπιαναν δουλειά στα κουρεία.
Πολλές φορές για να μην χάσουν κάποιο πελάτη, δεν πρόφταιναν να πλύνουν ακόμη και τα χέρια τους, με τα παπούτσια λασπωμένα και τα ρούχα το ίδιο.
Η γυναίκες τους βέβαια, που κληρονομούσαν το νοικοκυριό από γενιά σε γενιά τους κυνηγούσαν μέχρι το κουρείο με ένα καρτεζίνι νερό στο χέρι για να πλύνουν τα χέρια τους να μην μυρίζουν από τα χώματα που έπιαναν στο χωράφι.
Αν και οι κάτοικοι τότε στο χωριό ήταν τρις χιλιάδες περίπου, οι πελάτες στα κουρεία ήταν ελάχιστοι, γιατί οι άντρες κουρεύονταν δυο τρις φοράς το χρόνο.
Άσε που πολλές φορές κουρεύονταν μεταξύ τους, υπήρχαν στο χωριό μερικά ψαλίδια, τα είχαν γυναίκες που ασχολούνταν με το ράψιμο, η από εκείνους που είχαν πρόβατα που τα κούρευαν το καλοκαίρι.
Δανείζονταν από ένα ψαλίδι και τις Κυριακές σε κάθε γειτονιά γίνονταν το κούρεμα, τι κούρεμα βαραμέντε, τα κεφάλια έμοιαζαν σαν το χάρτη της Ηπείρου με τα πολλά βουνά και τα λαγκάδια.Στην κάθε γειτονιά διάλεγαν μια πέτρα που δεν είχε απόμπξες, την έβαζαν το καλοκαίρι κάτω από ένα δέντρο, το χειμώνα σε μια λότζα, εκεί γίνονταν το κούρεμα, με ανταλλαγή, πρώτα ο ένας και ύστερα ο κουρεμένος κούρευε τον άλλον.
Ή γυναίκες δεν επιχειρούσαν να κουρέψουν τους άνδρες γιατί ήταν κουραστικό, τα μαλλιά τους από τον ιδρώτα και τη σκόνη ήταν σαν τα αγκάθια του σκαντζόχοιρου, το ντελικάτο χέρι της γυναίκας δεν άντεχε αυτή την ταλαιπωρία.
Όσο για το ξύρισμα το έκαναν μόνοι τους οι άντρες, οι γυναίκες δεν ξυρίζονταν τότε.
Αγόραζαν ένα δυό ξυράφια το χρόνο και όταν στόμωναν τα έβαζαν σε ένα ποτήρι τα έφερναν γύρα πολύ ώρα με το δάκτυλο για να τροχίζονται.
Κάμποσες τρίχες τις έκοβαν κακής κακός, άλλες τις ξεκόλωναν και κάμποσες έμεναν.
Έτσι οι καψεροί οι κουρείς πάντεχαν να κουρέψουν κανένα υπάλληλο, η κάνα δάσκαλο, κανένα γαμπρό, η από εμάς τα παιδιά που πηγαίναμε σχολείο.
Τα παιδιά του σχολείου, άπρεπε κάθε δύο βδομάδες τουλάχιστον να μας κουρεύουν με την ψιλή μηχανή, το κεφάλι μας έπρεπε να είναι σαν του Γιούλ Μπρίνερ.
Για να μας κουρεύει η μάνα μας δεν το επέτρεπαν οι δάσκαλοι, γιατί άφηναν ψαλιδιές και τρύπωναν οι ψείρες που ήταν διάχυτες σαν λιναρόσπορος τότε.
Με τη σκέψη πως κοντεύει η μέρα που θα πηγαίναμε για κούρεμα μας τρόμαζε.
Μας «έχωνε» ο κουρέας σ’ εκείνη την μεγάλη πολυθρόνα, έπιανε το μέτωπο μας με το αριστερό του χέρι που τα δάχτυλα του ήταν σαν ξερά καυσόξυλα και με το δεξή έπιανε τη μηχανή και το μαρτύριο άρχιζε.
Έβανε ο κουρέας τη μηχανή κάτω από το σβέρκο, άλλες τρίχες έκοβε, άλλες τις ξεκόλωνε, το ποιο μεγάλο μαρτύριο ήταν όταν στόμωνε η μηχανή και προσπαθούσε να την τραβήξει, την έβγαζε από το κεφάλι με ένα κομμάτι δέρμα.
Στα κουρία τότε μαζεύονταν διάφοροι χωριανοί και κουβέντιαζαν διάφορα, πότε προσπαθούσαν να αναλύσουν την παγκόσμια επικαιρότητα, πότε άλλαζαν απόψεις για την καλλιέργεια των διαφόρων προϊόντων.
Αλήθεια τη μαρτύριο ήταν, παιδάκι χωμένο σε’ κείνη την ετοιμόρροπη πολυθρόνα με την παγωμένη μηχανή στο σβέρκο και να προσπαθεί ο κουρέας να αναλύσει στους θαμώνες πως έγινε η απόβαση στη Νορμανδία, η πως πρέπει να λυθεί το Κυπριακό και άλλα πολλά για τα παγκόσμια γεγονότα.
Αφού τελείωνε τούτο το μαρτύριο, μας έβριζε ο κουρέας που του κατουράγαμε την πολυθρόνα και μας έδερνε και η μάνα μας που γυρίζαμε με βρεγμένα τα μπαλωμένα παντελονάκια μας. Αυτά με τους ταλαίπωρους κουρείς και τα ταλαίπωρα παιδιά του χωριού μου την εποχή εκείνη.