Ο ΚΑΦΕΝΕΣ ΤΟΥ ΠΟΠΓΙΜΕΝΟΥ

Γράφει ο κ. Ανδρέας Σταύρακας.
Λίγα μέτρα πιο κάτω από τον καφενέ του Γάρη, στον ίδιο δρόμο ήταν ο καφενές του Ξενοφώντα του Γλένη που το οικογενειακό του παρατσούκλι ήταν Ποπγημένος, τον ίδιο τον έλεγαν Πετέν, όπως έλεγαν έμοιαζε με κάποιον στρατηγό του Ναπολέοντα που τον έλεγαν Πετέν και έτσι του το κόλλησαν .
Ο μπάρμπα Ξενοφώντας είχε πέντε αγόρια και μία κόρη, τα δύο μεγαλύτερα παιδιά ασχολούνταν με το καφενείο, ήταν γελαστά παιδιά και άριστοι σερβιτόροι, το καλοκαίρι που ήταν πολλοί τουρίστες έδιναν ιδιαίτερη προσοχή στη περιποίηση τους. Στο καφενείο εκείνο σύχναζε η ελίτ του χωριού, δικαστικοί, αξιωματικοί της χωροφυλακής, διάφοροι υπάλληλoι και μερικοί δάσκαλοι, κάποιοι νεαροί που οι γονείς τους είχαν μια κάποια οικονομική άνεση, ή από εισοδήματα ή από εμβάσματα από την αλλοδαπή.
Ήταν ωραίο καφενείο, με παράθυρα ολόγυρα. Δυτικά τα παράθυρα έβλεπαν σε μια τεράστια λαγκαδιά και από πάνω το βουνό πάντα στολισμένο με τα καλοδουλεμένα αμπέλια.
Την άνοιξη και το καλοκαίρι έβλεπες ένα παράδεισο, δίπλα από τα αμπέλια και τις ελιές έβλεπες την άγρια φύση, ντυμένη με πουρνάρια, αγράμπελη, ρείκια, σπάρτα, ασφάκες, και κουμαριές που, όταν ήταν ανθισμένα, μεθούσαν τις αισθήσεις. Το χειμώνα άκουγες το θόρυβο από το κατέβασμα των λαγκαδιών και μια θολούρα από τα σύννεφα που κατηφόριζαν από την κορυφή του βουνού. Δίπλα αριστερά και δεξιά ο μπάρμπα Ξενοφώντας και τα παιδιά του καλλιεργούσαν κηπευτικά, είχε πολλά οπωροφόρα δέντρα, όλα αυτά ήταν μια ζωγραφιά.
Μπροστά ήταν μια γέρικη ιτιά και απέναντι η πλατεία με τα υπέροχα πλατάνια που τα άφθονα πουλιά κούρνιαζαν όλες τις εποχές του χρόνου. Εμείς τα παιδιά όταν είχε φεγγάρι τα σημαδεύαμε τα πουλάκια με τη λαστιχέρα και πέφτανε ή στο έδαφος ή στα τραπέζια των πελατών, μας κυνηγούσε ο παιδονόμος, που ήταν πότε ο Βασίλης ο Μπακάλος, πότε ο Μπεναρδής. Το καφενείο είχε μπιλιάρδο και μεγάλα τραπέζια με πράσινη τσόχα για να παίζουν οι πελάτες πόκερ , μακαρά κ.τ.λ.Ο χώρος φωτίζονταν με λάμπα «ΛΟΥΞ» στη λάμπα έβαζαν καθαρό πετρέλαιο και πιεσμένο αέρα, έδεναν ένα μικρό σακουλάκι που το έλεγαν αμίαντο, το άναβαν και είχε ωραίο φως, το αμίαντο ήθελε προσοχή για να μην πέσει γιατί γίνονταν στάχτη, αυτή η στάχτη έδινε το φώς.
Στο τέλος της δεκαετίας του τριάντα έφεραν το δεύτερο ραδιόφωνο, με αγώνα προσπαθούσαμε να ακούσουμε κάποιες ειδήσεις από τα παράσιτα. Ήταν απαραίτητες οι ειδήσεις την περίοδο εκείνη που εγκυμονούσε ο ΈλληνοΪταλικός πόλεμος και την Ευρώπη οι Γερμανοί την είχαν κατακτήσει .
Το ως άνω καφενείο με το διάβα του χρόνου έχει αλλάξει ιδιοκτήτες και χρήση, τώρα είναι το εστιατόριο το « ΠΑΡΔΑΛΟ ΚΑΤΣΙΚΙ »
« Το καφενείο του Πετέν και τι δε μου θυμίζει Σεβντάδες ,αγκούσες και χαρές με φίλους έχω ζήσει».